εντόκως

εντόκως
επίρρ. под проценты

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εντόκως" в других словарях:

  • ομολογιακός — ή, ό [ομολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία 2. φρ. «ομολογιακό δάνειο» (οικον.) το δάνειο που συνάπτει το κράτος ή μια εταιρεία εκδίδοντας ομολογίες, τις οποίες αγοράζει το κοινό, για να τίς εξοφλήσει εντόκως έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν 1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζα β. «τραπεζικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»